- λελύπηκεν
- опечалил
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
λελύπηκεν — λελύ̱πηκεν , λυπέω grieve perf ind act 3rd sg λελύ̱πηκεν , λυπέω grieve plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)